- μεντζάνα
- ηβλ. μετζάνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετζάνα — (I) και μεντζάνα (Μ μεντζάνα) ναυτ. ο τρίτος ιστός τών τρίστηλων και τετράστηλων ιστιοφόρων πλοίων ή ο τέταρτος ιστός τών πεντάστηλων ιστιοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzana]. (II) μετζάνα, ἡ (Μ) είδος δοχείου για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek